διπλωμάτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διπλωμάτισσα οι διπλωμάτισσες
      γενική της διπλωμάτισσας των διπλωματισσών
    αιτιατική τη διπλωμάτισσα τις διπλωμάτισσες
     κλητική διπλωμάτισσα διπλωμάτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διπλωμάτισσα < διπλωμάτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

διπλωμάτισσα θηλυκό

  • (επάγγελμα) θηλυκό του διπλωμάτης
    χρησιμοποιείται ιδιαίτερα, για τις μεταφορικές σημασίες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.