δικαιώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δικαιώνω < αρχαία ελληνική δικαιόω / δικαιῶ + -ώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.ceˈo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δικαιώνω

Ρήμα

δικαιώνω, αόρ.: δικαίωσα, παθ.φωνή: δικαιώνομαι, π.αόρ.: δικαιώθηκα, μτχ.π.π.: δικαιωμένος

  1. δίνω δίκιο σε κάποιον, τον απαλλάσσω από κατηγορία
  2. αναγνωρίζω ότι κάτι ήταν δίκαιο και σωστό ή ότι κάποιος είχε δίκιο

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.