διαφθείρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαφθείρω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαφθείρω < δια- + φθείρω

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯aˈfθi.ɾo/ & /ðʝaˈfθi.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαφθείρω

Ρήμα

διαφθείρω, πρτ.: διέφθειρα, αόρ.: διέφθειρα, παθ.φωνή: διαφθείρομαι, π.αόρ.: διαφθάρηκα/(διεφθάρην), μτχ.π.π.: διεφθαρμένος

  1. ωθώ ή οδηγώ στην ανηθικότητα, ιδίως στον σεξουαλικό τομέα
  2. παρασύρω σε ανήθικες πράξεις
  3. εκπαρθενεύω, διακορεύω
  4. (σπάνιο) καταστρέφω

Συγγενικά

Κλίση

Παθητική φωνή λείπει η κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

διαφθείρω < δια- + φθείρω

Ρήμα

διαφθείρω

  1. καταστρέφω
  2. πλήττω

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.