διαφθαρμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαφθαρμένος | η | διαφθαρμένη | το | διαφθαρμένο |
| γενική | του | διαφθαρμένου | της | διαφθαρμένης | του | διαφθαρμένου |
| αιτιατική | τον | διαφθαρμένο | τη | διαφθαρμένη | το | διαφθαρμένο |
| κλητική | διαφθαρμένε | διαφθαρμένη | διαφθαρμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαφθαρμένοι | οι | διαφθαρμένες | τα | διαφθαρμένα |
| γενική | των | διαφθαρμένων | των | διαφθαρμένων | των | διαφθαρμένων |
| αιτιατική | τους | διαφθαρμένους | τις | διαφθαρμένες | τα | διαφθαρμένα |
| κλητική | διαφθαρμένοι | διαφθαρμένες | διαφθαρμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαφθαρμένος < διεφθαρμένος < δι- + εφθαρμένος, με προσαρμογή στη δημοτική δια- + φθαρμένος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις
διαφθαρμένος
|
Πηγές
- διαφθαρμένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.