συνδιευθυντής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συνδιευθυντής | οι | συνδιευθυντές |
| γενική | του | συνδιευθυντή | των | συνδιευθυντών |
| αιτιατική | τον | συνδιευθυντή | τους | συνδιευθυντές |
| κλητική | συνδιευθυντή | συνδιευθυντές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνδιευθυντής < συν- + διευθυντής
Ουσιαστικό
συνδιευθυντής αρσενικό
- αυτός που διευθύνει κάτι μαζί με άλλους
- συνδιευθυντής της τράπεζας
Μεταφράσεις
συνδιευθυντής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.