διευθύνων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διευθύνων & διευθύνοντας |
η | διευθύνουσα | το | διευθύνον |
| γενική | του | διευθύνοντος & διευθύνοντα |
της | διευθύνουσας & διευθυνούσης* |
του | διευθύνοντος |
| αιτιατική | τον | διευθύνοντα | τη | διευθύνουσα | το | διευθύνον |
| κλητική | διευθύνων & διευθύνοντα |
διευθύνουσα | διευθύνον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διευθύνοντες | οι | διευθύνουσες | τα | διευθύνοντα |
| γενική | των | διευθυνόντων | των | διευθυνουσών | των | διευθυνόντων |
| αιτιατική | τους | διευθύνοντες | τις | διευθύνουσες | τα | διευθύνοντα |
| κλητική | διευθύνοντες | διευθύνουσες | διευθύνοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διευθύνων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διευθύνω[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.eˈfθi.non/ και σε γρήγορο λόγο ði̯eˈfθi.non
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ευ‐θύ‐νων
Πολυλεκτικοί όροι
- διευθύνων σύμβουλος / διευθύνοντας σύμβουλος, διευθύνουσα σύμβουλος
Αναφορές
- διευθύνων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.