διευθύνων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διευθύνων
& διευθύνοντας
η διευθύνουσα το διευθύνον
      γενική του διευθύνοντος
& διευθύνοντα
της διευθύνουσας
& διευθυνούσης*
του διευθύνοντος
    αιτιατική τον διευθύνοντα τη διευθύνουσα το διευθύνον
     κλητική διευθύνων
& διευθύνοντα
διευθύνουσα διευθύνον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διευθύνοντες οι διευθύνουσες τα διευθύνοντα
      γενική των διευθυνόντων των διευθυνουσών των διευθυνόντων
    αιτιατική τους διευθύνοντες τις διευθύνουσες τα διευθύνοντα
     κλητική διευθύνοντες διευθύνουσες διευθύνοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διευθύνων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διευθύνω[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.eˈfθi.non/ και σε γρήγορο λόγο ði̯eˈfθi.non
τυπογραφικός συλλαβισμός: διευθύνων

Μετοχή

διευθύνων, -ουσα, -ον

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.