υποδιεύθυνση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποδιεύθυνση οι υποδιευθύνσεις
      γενική της υποδιεύθυνσης* των υποδιευθύνσεων
    αιτιατική την υποδιεύθυνση τις υποδιευθύνσεις
     κλητική υποδιεύθυνση υποδιευθύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποδιευθύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποδιεύθυνση < (καθαρεύουσα) ὑποδιεύθυν(σις) + -ση.[1] Μορφολογικά, υπο- + διεύθυνση

Προφορά

ΔΦΑ : /i.po.ðiˈe.fθin.si/ (σπανιότερα, επίσημο ύφος)
ΔΦΑ : /i.poˈði̯e.fθin.si/ & /i.poˈðʝe.fθin.si/

Ουσιαστικό

υποδιεύθυνση θηλυκό

  1. η διοικητική βαθμίδα που βρίσκεται αμέσως πιο κάτω από τη διεύθυνση
  2. το αξίωμα του υποδιευθυντή καθώς και η χρονική διάρκεια της θητείας του

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.