υποδιεύθυνση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υποδιεύθυνση | οι | υποδιευθύνσεις |
| γενική | της | υποδιεύθυνσης* | των | υποδιευθύνσεων |
| αιτιατική | την | υποδιεύθυνση | τις | υποδιευθύνσεις |
| κλητική | υποδιεύθυνση | υποδιευθύνσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υποδιευθύνσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υποδιεύθυνση < (καθαρεύουσα) ὑποδιεύθυν(σις) + -ση.[1] Μορφολογικά, υπο- + διεύθυνση
Προφορά
Ουσιαστικό
υποδιεύθυνση θηλυκό
- η διοικητική βαθμίδα που βρίσκεται αμέσως πιο κάτω από τη διεύθυνση
- το αξίωμα του υποδιευθυντή καθώς και η χρονική διάρκεια της θητείας του
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις υποδιευθυντής, διευθύνω και ευθύς
Μεταφράσεις
υποδιεύθυνση
|
|
Αναφορές
- υποδιεύθυνση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.