επί υφηγεσία
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επί υφηγεσία < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπὶ ὑφηγεσίᾳ → δείτε επί, ἐπὶ & δοτική ενικού ὑφηγεσίᾳ του ὑφηγεσία (ενδεικνύεται μεταγενέστερη δημιουργία διότι, παρά το αρχικό δασυνόμενο φωνήεν, το αναμενόμενο ἐφ' ὑφηγεσίᾳ δεν σχηματίστηκε)
Προφορά
- ΔΦΑ : /epi‿ifiʝeˈsia/
Έκφραση
επί υφηγεσία
- (επίσημο, παρωχημένο, εκπαίδευση) εξαιτίας υφηγεσίας, για υφηγεσία· στη φράση: διατριβή επί υφηγεσία
- ※ Στην Ανέμη: [1]Ιερεμίου του Β΄ και των διαμαρτυρομένων θεολόγων της Βυρτεμβέργης τα γράμματα περί της Αυγουσταίας Ομολογίας : (1576-1581) / διατριβή επί υφηγεσία υπό Ιωάν. Ε. Μεσολωρά. Αθήνησι :Τυπογραφείον ¨Ο Παλαμήδης¨, 1881. (τίτλος εγγράφου)
- για υφηγεσία (νεότερη μορφή)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.