διδακτορικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διδακτορικός η διδακτορική το διδακτορικό
      γενική του διδακτορικού της διδακτορικής του διδακτορικού
    αιτιατική τον διδακτορικό τη διδακτορική το διδακτορικό
     κλητική διδακτορικέ διδακτορική διδακτορικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διδακτορικοί οι διδακτορικές τα διδακτορικά
      γενική των διδακτορικών των διδακτορικών των διδακτορικών
    αιτιατική τους διδακτορικούς τις διδακτορικές τα διδακτορικά
     κλητική διδακτορικοί διδακτορικές διδακτορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διδακτορικός < διδάκτορας / διδακτορία + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.ða.kto.ɾiˈkos/

Επίθετο

διδακτορικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τη διδακτορία ή τον διδάκτορα ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. (ουσιαστικοποιημένο) διδακτορικό: το δίπλωμα του διδάκτορα καθώς και η σχετική εργασία (διδακτορική διατριβή) που εκπονείται για την απόκτησή του
     συνώνυμα: ντοκτορά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.