πανεπιστημιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πανεπιστημιακός | η | πανεπιστημιακή | το | πανεπιστημιακό |
| γενική | του | πανεπιστημιακού | της | πανεπιστημιακής | του | πανεπιστημιακού |
| αιτιατική | τον | πανεπιστημιακό | την | πανεπιστημιακή | το | πανεπιστημιακό |
| κλητική | πανεπιστημιακέ | πανεπιστημιακή | πανεπιστημιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πανεπιστημιακοί | οι | πανεπιστημιακές | τα | πανεπιστημιακά |
| γενική | των | πανεπιστημιακών | των | πανεπιστημιακών | των | πανεπιστημιακών |
| αιτιατική | τους | πανεπιστημιακούς | τις | πανεπιστημιακές | τα | πανεπιστημιακά |
| κλητική | πανεπιστημιακοί | πανεπιστημιακές | πανεπιστημιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πανεπιστημιακός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
πανεπιστημιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με ή αναφέρεται στο πανεπιστήμιο
- πανεπιστημιακές σπουδές, πανεπιστημιακό γυμναστήριο, πανεπιστημιακό άσυλο
Μεταφράσεις
σχετικός με πανεπιστήμιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.