διδακτορία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διδακτορία οι διδακτορίες
      γενική της διδακτορίας των διδακτοριών
    αιτιατική τη διδακτορία τις διδακτορίες
     κλητική διδακτορία διδακτορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διδακτορία < διδάκτορας + -ία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική doctorat)

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.ða.ktoˈɾi.a/

Ουσιαστικό

διδακτορία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.