υφηγεσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υφηγεσία | οι | υφηγεσίες |
| γενική | της | υφηγεσίας | των | υφηγεσιών |
| αιτιατική | την | υφηγεσία | τις | υφηγεσίες |
| κλητική | υφηγεσία | υφηγεσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υφηγεσία < υφηγητής + -εσία
Ουσιαστικό
υφηγεσία θηλυκό
- τίτλος πανεπιστημιακού επιπέδου που αποκτιέται αφού εγκριθεί η διατριβή του από επιτροπή πανεπιστημιακών
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
υφηγεσία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.