εναίσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εναίσιμος η εναίσιμη το εναίσιμο
      γενική του εναίσιμου της εναίσιμης του εναίσιμου
    αιτιατική τον εναίσιμο την εναίσιμη το εναίσιμο
     κλητική εναίσιμε εναίσιμη εναίσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εναίσιμοι οι εναίσιμες τα εναίσιμα
      γενική των εναίσιμων των εναίσιμων των εναίσιμων
    αιτιατική τους εναίσιμους τις εναίσιμες τα εναίσιμα
     κλητική εναίσιμοι εναίσιμες εναίσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εναίσιμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐναίσιμος (κατάλληλος, που αρμόζει, ευοίωνος, αρχαία σημασία: μοιραίος)  δείτε το αρχαίο αἶσα

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈne.si.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εναίσιμος
ομόηχα: ενέσιμος, αινέσιμος

Επίθετο

εναίσιμος, -η, -ο

  • (λόγιο, παρωχημένο) προοιωνιστικός
    σε χρήση μόνο με στην έκφραση εναίσιμος διατριβή, εναίσιμος επί διδακτορία διατριβή

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.