τέρψη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τέρψη οι τέρψεις
      γενική της τέρψης* των τέρψεων
    αιτιατική την τέρψη τις τέρψεις
     κλητική τέρψη τέρψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τέρψεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τέρψη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τέρ(ψις) + -ψη < τέρπ(ω) + -σις

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈteɾ.psi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τέρψη

Ουσιαστικό

τέρψη θηλυκό

Συγγενικά

με τερψ-

και δείτε

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.