διασκεδάσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
διασκεδάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διασκεδάζω
- θα διασκεδάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διασκεδάζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
διασκεδάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διασκέδαση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.