διασκεδάσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

διασκεδάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διασκεδάζω
  2. θα διασκεδάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διασκεδάζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

διασκεδάσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διασκέδαση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.