γιορτάσι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γιορτάσι τα γιορτάσια
      γενική του γιορτασιού των γιορτασιών
    αιτιατική το γιορτάσι τα γιορτάσια
     κλητική γιορτάσι γιορτάσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γιορτάσι < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝoɾˈta.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γιορτάσι
ομόηχο: γιορτάσει

Ουσιαστικό

γιορτάσι ουδέτερο

  1. η διασκέδαση
  2. η γιορτή
      Ως το βράδυ το γιορτάσι έφτασε την πιο τρανή ξεφάντωση μέσα στους δρόμους της Αθήνας. (Νίκος Αθανασιάδης (1972) Σταύρωση χωρίς ανάσταση [μυθιστόρημα])

  • εορτάσι

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις γιορτή και εορτή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.