διαρθρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαρθρώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαρθρόω / διαρθρῶ + -ώνω < διά (δι-) + ἀρθρόω < ἄρθρον < ἀραρίσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂er- + -σκω (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *-sḱéti)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.aɾˈθɾo.no/ ή και ΔΦΑ : /ði̯aɾˈθɾo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐αρ‐θρώ‐νω
Ρήμα
διαρθρώνω, αόρ.: διάρθρωσα, παθ.φωνή: διαρθρώνομαι, π.αόρ.: διαρθρώθηκα, μτχ.π.π.: διαρθρωμένος
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαρθρώνω | διάρθρωνα | θα διαρθρώνω | να διαρθρώνω | διαρθρώνοντας | |
| β' ενικ. | διαρθρώνεις | διάρθρωνες | θα διαρθρώνεις | να διαρθρώνεις | διάρθρωνε | |
| γ' ενικ. | διαρθρώνει | διάρθρωνε | θα διαρθρώνει | να διαρθρώνει | ||
| α' πληθ. | διαρθρώνουμε | διαρθρώναμε | θα διαρθρώνουμε | να διαρθρώνουμε | ||
| β' πληθ. | διαρθρώνετε | διαρθρώνατε | θα διαρθρώνετε | να διαρθρώνετε | διαρθρώνετε | |
| γ' πληθ. | διαρθρώνουν(ε) | διάρθρωναν διαρθρώναν(ε) |
θα διαρθρώνουν(ε) | να διαρθρώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διάρθρωσα | θα διαρθρώσω | να διαρθρώσω | διαρθρώσει | ||
| β' ενικ. | διάρθρωσες | θα διαρθρώσεις | να διαρθρώσεις | διάρθρωσε | ||
| γ' ενικ. | διάρθρωσε | θα διαρθρώσει | να διαρθρώσει | |||
| α' πληθ. | διαρθρώσαμε | θα διαρθρώσουμε | να διαρθρώσουμε | |||
| β' πληθ. | διαρθρώσατε | θα διαρθρώσετε | να διαρθρώσετε | διαρθρώστε | ||
| γ' πληθ. | διάρθρωσαν διαρθρώσαν(ε) |
θα διαρθρώσουν(ε) | να διαρθρώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διαρθρώσει | είχα διαρθρώσει | θα έχω διαρθρώσει | να έχω διαρθρώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διαρθρώσει | είχες διαρθρώσει | θα έχεις διαρθρώσει | να έχεις διαρθρώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει διαρθρώσει | είχε διαρθρώσει | θα έχει διαρθρώσει | να έχει διαρθρώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαρθρώσει | είχαμε διαρθρώσει | θα έχουμε διαρθρώσει | να έχουμε διαρθρώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διαρθρώσει | είχατε διαρθρώσει | θα έχετε διαρθρώσει | να έχετε διαρθρώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διαρθρώσει | είχαν διαρθρώσει | θα έχουν διαρθρώσει | να έχουν διαρθρώσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαρθρώνομαι | διαρθρωνόμουν(α) | θα διαρθρώνομαι | να διαρθρώνομαι | ||
| β' ενικ. | διαρθρώνεσαι | διαρθρωνόσουν(α) | θα διαρθρώνεσαι | να διαρθρώνεσαι | ||
| γ' ενικ. | διαρθρώνεται | διαρθρωνόταν(ε) | θα διαρθρώνεται | να διαρθρώνεται | ||
| α' πληθ. | διαρθρωνόμαστε | διαρθρωνόμαστε διαρθρωνόμασταν |
θα διαρθρωνόμαστε | να διαρθρωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | διαρθρώνεστε | διαρθρωνόσαστε διαρθρωνόσασταν |
θα διαρθρώνεστε | να διαρθρώνεστε | (διαρθρώνεστε) | |
| γ' πληθ. | διαρθρώνονται | διαρθρώνονταν διαρθρωνόντουσαν |
θα διαρθρώνονται | να διαρθρώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διαρθρώθηκα | θα διαρθρωθώ | να διαρθρωθώ | διαρθρωθεί | ||
| β' ενικ. | διαρθρώθηκες | θα διαρθρωθείς | να διαρθρωθείς | διαρθρώσου | ||
| γ' ενικ. | διαρθρώθηκε | θα διαρθρωθεί | να διαρθρωθεί | |||
| α' πληθ. | διαρθρωθήκαμε | θα διαρθρωθούμε | να διαρθρωθούμε | |||
| β' πληθ. | διαρθρωθήκατε | θα διαρθρωθείτε | να διαρθρωθείτε | διαρθρωθείτε | ||
| γ' πληθ. | διαρθρώθηκαν διαρθρωθήκαν(ε) |
θα διαρθρωθούν(ε) | να διαρθρωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διαρθρωθεί | είχα διαρθρωθεί | θα έχω διαρθρωθεί | να έχω διαρθρωθεί | διαρθρωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις διαρθρωθεί | είχες διαρθρωθεί | θα έχεις διαρθρωθεί | να έχεις διαρθρωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διαρθρωθεί | είχε διαρθρωθεί | θα έχει διαρθρωθεί | να έχει διαρθρωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαρθρωθεί | είχαμε διαρθρωθεί | θα έχουμε διαρθρωθεί | να έχουμε διαρθρωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διαρθρωθεί | είχατε διαρθρωθεί | θα έχετε διαρθρωθεί | να έχετε διαρθρωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διαρθρωθεί | είχαν διαρθρωθεί | θα έχουν διαρθρωθεί | να έχουν διαρθρωθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διαρθρωμένος - είμαστε, είστε, είναι διαρθρωμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διαρθρωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διαρθρωμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διαρθρωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διαρθρωμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διαρθρωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διαρθρωμένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.