αναδιαρθρώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναδιαρθρώνω < ανα- + διαρθρώνω < αρχαία ελληνική διαρθρόω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.ði.aɾˈθɾo.no/ & /a.na.ði̯aɾˈθɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναδιαρθρώνω

Ρήμα

αναδιαρθρώνω, αόρ.: αναδιάρθρωσα, παθ.φωνή: αναδιαρθρώνομαι, π.αόρ.: αναδιαρθρώθηκα, μτχ.π.π.: αναδιαρθρωμένος

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.