αποδιαρθρωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποδιαρθρωτής οι αποδιαρθρωτές
      γενική του αποδιαρθρωτή των αποδιαρθρωτών
    αιτιατική τον αποδιαρθρωτή τους αποδιαρθρωτές
     κλητική αποδιαρθρωτή αποδιαρθρωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποδιαρθρωτής < αποδιαρθρώνω + -τής

Ουσιαστικό

αποδιαρθρωτής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.