ἀρθρόω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀρθρόω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ἀρθρόω - ἀρθρῶ (συνηρημένο)

  1. προσδένω, στερεώνω με αρμό
      2/3ος κε αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 15, 6 @scaife.perseus
    χλανίδες δ’ οὖλαι καταβέβληνται,| θώρακα δ’ ἅπας ἐμπερονᾶται, | κνημὶς δὲ περὶ σφυρὸν ἀρθροῦται
  2. (για λέξεις) παράγω έναρθρους ήχους
  3. (για ανθρώπους) εκφέρω έναρθρο λόγο

Παράγωγα

  • ἀρθρίδιον
  • ἀρθρικός
  • ἀρθρικῶς
  • ἀρθρίτης
  • ἀρθριτικός
  • ἄρθρον
  • ἀρθροπέδη
  • ἀρθρώδης
  • ἀρθρωδία
  • ἀρθρωδῶς
  • ἄρθρωμα
  • ἄρθρωσις
  • διαρθρόω
  • ἐναρθρόω
  • ἐνάρθρως
  • ἐνάρθρωσις
  • ἔναρθρος
  • καταρθρόω
  • προσαρθρόω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.