αρθρώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αρθρώνω < αρχαία ελληνική ἀρθρόω, -ῶ

Ρήμα

αρθρώνω

  • συναρμολογώ κάτι από τα μέρη του, συνδέω μέρη ενός συνόλου, συνήθως λέξη (συνδέοντας φθόγγους) ή φράση (συνδέοντας λέξεις)
    δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη (από την ταραχή)
    δεν μπόρεσε να αρθρώσει λόγο (δεν είχε να αντιτάξει επιχειρήματα)

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.