αναδιαρθρωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναδιαρθρωτικός η αναδιαρθρωτική το αναδιαρθρωτικό
      γενική του αναδιαρθρωτικού της αναδιαρθρωτικής του αναδιαρθρωτικού
    αιτιατική τον αναδιαρθρωτικό την αναδιαρθρωτική το αναδιαρθρωτικό
     κλητική αναδιαρθρωτικέ αναδιαρθρωτική αναδιαρθρωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναδιαρθρωτικοί οι αναδιαρθρωτικές τα αναδιαρθρωτικά
      γενική των αναδιαρθρωτικών των αναδιαρθρωτικών των αναδιαρθρωτικών
    αιτιατική τους αναδιαρθρωτικούς τις αναδιαρθρωτικές τα αναδιαρθρωτικά
     κλητική αναδιαρθρωτικοί αναδιαρθρωτικές αναδιαρθρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αναδιαρθρωτικός < αναδιαρθρώνω + -τικός

Επίθετο

αναδιαρθρωτικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.