ἄρθρον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἄρθρον τὰ ἄρθρ
      γενική τοῦ ἄρθρου τῶν ἄρθρων
      δοτική τῷ ἄρθρ τοῖς ἄρθροις
    αιτιατική τὸ ἄρθρον τὰ ἄρθρ
     κλητική ! ἄρθρον ἄρθρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄρθρω
γεν-δοτ τοῖν  ἄρθροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἄρθρον < ἀραρίσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂er-  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ἄρθρον ουδέτερο

  1. άρθρωση, αρμός
  2. (γραμματική) άρθρο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.