διαρθρώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.aɾˈθɾo.no.me/ & /ði̯aɾˈθɾo.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐αρ‐θρώ‐νο‐μαι
Ρηματικός τύπος
διαρθρώνομαι, π.αόρ.: διαρθρώθηκα, μτχ.π.π.: διαρθρωμένος
- παθητική φωνή του ρήματος διαρθρώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.