οικόσημο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | οικόσημο | τα | οικόσημα |
| γενική | του | οικόσημου & οικοσήμου |
των | οικόσημων & οικοσήμων |
| αιτιατική | το | οικόσημο | τα | οικόσημα |
| κλητική | οικόσημο | οικόσημα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈko.si.mo/
Ουσιαστικό
οικόσημο ουδέτερο
- διακριτικό σήμα μιας αριστοκρατικής οικογένειας ή μιας τοπικής αυτοδιοίκησης
Σύνθετα
Μεταφράσεις
οικόσημο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.