εθνόσημο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εθνόσημο τα εθνόσημα
      γενική του εθνοσήμου
& εθνόσημου
των εθνοσήμων
    αιτιατική το εθνόσημο τα εθνόσημα
     κλητική εθνόσημο εθνόσημα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εθνόσημο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐθνόσημ(ον) + -ο. Μορφολογικά αναλύεται σε εθνό- + -σημο.[1] (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική cocarde)[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈθno.si.mo/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: εθνόσημο

Ουσιαστικό

εθνόσημο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. εθνόσημο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. έθνος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.