γαλόνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαλόνι τα γαλόνια
      γενική του γαλονιού των γαλονιών
    αιτιατική το γαλόνι τα γαλόνια
     κλητική γαλόνι γαλόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαλόνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική gallon(e) + < γαλλική gallon < αγγλική gallon[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣaˈlo.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γαλόνι

Ουσιαστικό

γαλόνι ουδέτερο

  1. αγγλοσαξωνική μονάδα όγκου, ίσο με 4,405 λίτρα (ξηρό γαλόνι στις ΗΠΑ) ή 3,785 λίτρα (υγρό γαλόνι στις ΗΠΑ) ή 4,454 λίτρα (αυτοκρατορικό γαλόνι στο Ηνωμένο Βασίλειο)
  2. διακριτικό που φέρουν οι αξιωματικοί και δηλώνει το βαθμό τους
    του ξήλωσαν τα γαλόνια (τον καθαίρεσαν)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.