ζωοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζωοφόρος | οι | ζωοφόροι |
| γενική | της | ζωοφόρου | των | ζωοφόρων |
| αιτιατική | τη | ζωοφόρο | τις | ζωοφόρους |
| κλητική | ζωοφόρε | ζωοφόροι | ||
| Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Τμήμα της βόρειας ζωοφόρου του Παρθενώνα με παράσταση ιππέων.
Ετυμολογία
- ζωοφόρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ζῳοφόρος (πίναξ) (που παριστάνει ζώα)[1] -ζῳοφόρος (που παρέχει ζωή)-. Δείτε και ζωφόρος. Επιφανειακά αναλύεται σε ζωο- + -φόρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /zo.oˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζω‐ο‐φό‐ρος
Ουσιαστικό
ζωοφόρος θηλυκό
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ζωοφόρος, ζωοφόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ζωφόρος, ζωοφόρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ζωφόρος, ζωοφόρος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.