δηλέομαι
| Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- δηλέομαι < → λείπει η ετυμολογία
- να μη συγχέεται με το δηλόομαι - δηλοῦμαι
Ρήμα
δηλέομαι, συνηρημένο δηλοῦμαι
- βλάπτω, εξαπατώ, πληγώνω, είμαι επιβλαβής
- ※ ἐπεὶ δὲ ἔμαθον αὐτοὺς αἱ Ἀμαζόνες ἐπ᾽ οὐδεμιῇ δηλήσι ἀπιγμένους, ἔων χαίρειν (Ηρόδοτος, Ἱστοριῶν τετάρτη ἐπιγραφομένη Μελπομένη, 112)
- καταστρέφω, σπαταλώ
Συγγενικά
- δήλημα
- δηλήμων
- δήλησις
- δηλητήρ
- δηλητήριος
- δηλητήριον
- δηλητηριώδης
- θεοδήλητος
Πηγές
- δηλέομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δηλέομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.