δεκάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δεκάρης | η | δεκάρα | το | δεκάρικο |
| γενική | του | δεκάρη | της | δεκάρας | του | δεκάρικου |
| αιτιατική | τον | δεκάρη | τη | δεκάρα | το | δεκάρικο |
| κλητική | δεκάρη | δεκάρα | δεκάρικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δεκάρηδες | οι | δεκάρες | τα | δεκάρικα |
| γενική | των | δεκάρηδων | — | των | δεκάρικων | |
| αιτιατική | τους | δεκάρηδες | τις | δεκάρες | τα | δεκάρικα |
| κλητική | δεκάρηδες | δεκάρες | δεκάρικα | |||
| To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
Συγγενικά
δεκάρης εικοσάρης τριαντάρης σαραντάρης πενηντάρης εξηντάρης εβδομηντάρης ογδοντάρης ενενηντάρης κατοστάρης / εκατοστάρης
Μεταφράσεις
δεκάρης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.