κατοστάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κατοστάρης οι κατοστάρηδες
      γενική του κατοστάρη των κατοστάρηδων
    αιτιατική τον κατοστάρη τους κατοστάρηδες
     κλητική κατοστάρη κατοστάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατοστάρης < κατοστάρι + -ης

Ουσιαστικό

κατοστάρης αρσενικό (θηλυκό κατοστάρα)

Συγγενικά

δεκάρης εικοσάρης τριαντάρης σαραντάρης πενηντάρης εξηντάρης εβδομηντάρης ογδοντάρης ενενηντάρης κατοστάρης / εκατοστάρης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.