εξηντάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εξηντάρης | οι | εξηντάρηδες |
| γενική | του | εξηντάρη | των | εξηντάρηδων |
| αιτιατική | τον | εξηντάρη | τους | εξηντάρηδες |
| κλητική | εξηντάρη | εξηντάρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ksinˈda.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξη‐ντά‐ρης
Συνώνυμα
Συγγενικά
δεκάρης εικοσάρης τριαντάρης σαραντάρης πενηντάρης εξηντάρης εβδομηντάρης ογδοντάρης ενενηντάρης κατοστάρης / εκατοστάρης
Μεταφράσεις
εξηντάρης
|
|
Αναφορές
- εξηντάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.