δεκάρικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δεκάρικο τα δεκάρικα
      γενική του δεκάρικου των δεκάρικων
    αιτιατική το δεκάρικο τα δεκάρικα
     κλητική δεκάρικο δεκάρικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δεκάρικο < δεκάρ(ι) + -ικο

Ουσιαστικό

δεκάρικο ουδέτερο

  1. το δεκάευρο, το χαρτονόμισμα των δέκα ευρώ
  2. κέρμα ή χαρτονόμισμα αξίας δέκα νομισματικών μονάδων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.