δεκάχρονος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεκάχρονος η δεκάχρονη το δεκάχρονο
      γενική του δεκάχρονου της δεκάχρονης του δεκάχρονου
    αιτιατική τον δεκάχρονο τη δεκάχρονη το δεκάχρονο
     κλητική δεκάχρονε δεκάχρονη δεκάχρονο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεκάχρονοι οι δεκάχρονες τα δεκάχρονα
      γενική των δεκάχρονων των δεκάχρονων των δεκάχρονων
    αιτιατική τους δεκάχρονους τις δεκάχρονες τα δεκάχρονα
     κλητική δεκάχρονοι δεκάχρονες δεκάχρονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δεκάχρονος < δεκά- + -χρονος

Επίθετο

δεκάχρονος, -η, -ο

  1. που έχει διάρκεια δέκα χρόνων
  2. (και ως ουσιαστικό) που έχει ηλικία δέκα χρονών

Συνώνυμα

Συγγενικά

εξάχρονος επτάχρονος / εφτάχρονος οκτάχρονος / οχτάχρονος εννιάχρονος δεκάχρονος εντεκάχρονος / ενδεκάχρονος δωδεκάχρονος δεκατριάχρονος δεκατετράχρονος δεκαπεντάχρονος ... εικοσάχρονος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.