δεκάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δεκάρα | οι | δεκάρες |
| γενική | της | δεκάρας | των | δεκαρών |
| αιτιατική | τη | δεκάρα | τις | δεκάρες |
| κλητική | δεκάρα | δεκάρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δεκάρα θηλυκό
Εκφράσεις
- δε δίνω δεκάρα (τσακιστή): δεν με απασχολεί καθόλου κάτι, δεν πρόκειται να δείξω ενδιαφέρον
- μαζεύω δεκάρα δεκάρα: για την πολύχρονη και κοπιαστική συγκέντρωση ενός χρηματικού ποσού
- γνωρίζω (κάποιον) σαν κάλπικη δεκάρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.