τριαντάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριαντάρης η τριαντάρα το τριαντάρικο
      γενική του τριαντάρη της τριαντάρας του τριαντάρικου
    αιτιατική τον τριαντάρη την τριαντάρα το τριαντάρικο
     κλητική τριαντάρη τριαντάρα τριαντάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριαντάρηδες οι τριαντάρες τα τριαντάρικα
      γενική των τριαντάρηδων των τριαντάρικων
    αιτιατική τους τριαντάρηδες τις τριαντάρες τα τριαντάρικα
     κλητική τριαντάρηδες τριαντάρες τριαντάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τριαντάρης < τριάντ(α) + -άρης

Επίθετο

τριαντάρης, -α, -ικο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Συγγενικά

δεκάρης εικοσάρης τριαντάρης σαραντάρης πενηντάρης εξηντάρης εβδομηντάρης ογδοντάρης ενενηντάρης κατοστάρης / εκατοστάρης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.