δεινά

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ðiˈna/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δεινά
τονικό παρώνυμο: δείνα

Ετυμολογία 1

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα δεινά
      γενική των δεινών
    αιτιατική τα δεινά
     κλητική δεινά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δεινά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δεινά < δεινός [1]

Ουσιαστικό

δεινά ουδέτερο στον πληθυντικό

  • οι συμφορές
    ο τόπος γνώρισε πολλά δεινά εξαιτίας του πολέμου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

δεινά: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

δεινά

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.