δεινοί
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðiˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δει‐νοί
Κλιτικός τύπος επιθέτου
δεινοί αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού, αρσενικού γένους του δεινός
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.