δεινοπαθώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δεινοπαθώ < (ελληνιστική κοινή) δεινοπαθέω < δεινός + ρίζα παθ- του ρήματος πάσχω

Ρήμα

δεινοπαθώ

  1. περνάω πολλά δεινά, βασανίζομαι από συμφορές
  2. (σε σχήμα υπερβολής) αντιμετωπίζω πολύ μεγάλη δυσκολία με ένα θέμα
    δεινοπάθησα να τον πείσω να αλλάξει γνώμη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.