δεινότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεινότητα οι δεινότητες
      γενική της δεινότητας των δεινοτήτων
    αιτιατική τη δεινότητα τις δεινότητες
     κλητική δεινότητα δεινότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δεινότητα < αρχαία ελληνική δεινότης < δεινός

Ουσιαστικό

δεινότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του δεινού, εξαιρετική ικανότητα σε έναν τομέα
    ρητορική δεινότητα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.