δειλόψυχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δειλόψυχος | η | δειλόψυχη | το | δειλόψυχο |
| γενική | του | δειλόψυχου | της | δειλόψυχης | του | δειλόψυχου |
| αιτιατική | τον | δειλόψυχο | τη | δειλόψυχη | το | δειλόψυχο |
| κλητική | δειλόψυχε | δειλόψυχη | δειλόψυχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δειλόψυχοι | οι | δειλόψυχες | τα | δειλόψυχα |
| γενική | των | δειλόψυχων | των | δειλόψυχων | των | δειλόψυχων |
| αιτιατική | τους | δειλόψυχους | τις | δειλόψυχες | τα | δειλόψυχα |
| κλητική | δειλόψυχοι | δειλόψυχες | δειλόψυχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δειλόψυχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δειλόψυχος < δειλ(ός) + -ό- + -ψυχος
Μεταφράσεις
δειλόψυχος
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | δειλόψυχος | τὸ | δειλόψυχον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | δειλοψύχου | τοῦ | δειλοψύχου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | δειλοψύχῳ | τῷ | δειλοψύχῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | δειλόψυχον | τὸ | δειλόψυχον | ||
| κλητική ὦ! | δειλόψυχε | δειλόψυχον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | δειλόψυχοι | τὰ | δειλόψυχᾰ | ||
| γενική | τῶν | δειλοψύχων | τῶν | δειλοψύχων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | δειλοψύχοις | τοῖς | δειλοψύχοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | δειλοψύχους | τὰ | δειλόψυχᾰ | ||
| κλητική ὦ! | δειλόψυχοι | δειλόψυχᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δειλοψύχω | τὼ | δειλοψύχω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δειλοψύχοιν | τοῖν | δειλοψύχοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δειλόψυχος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική .δειλ(ός) + -ό- + -ψυχος
Επίθετο
δειλόψυχος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) δειλόψυχος, δειλός, λιγόψυχος, μικρόψυχος
- ※ εἰ δειλόψυχοί τινες ἦσαν ἐν αὐτοῖς καὶ ἄνανδροι, ποίοις ἂν ἐχρήσαντο λόγοις; οὐχὶ τούτοις; (Παλαιά Διαθήκη, Μετάφραση των Ο΄, Μακκαβαίων Δ', 4, 8
Πηγές
- δειλόψυχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.