αποφασιστικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποφασιστικότητα | οι | αποφασιστικότητες |
| γενική | της | αποφασιστικότητας | των | αποφασιστικοτήτων |
| αιτιατική | την | αποφασιστικότητα | τις | αποφασιστικότητες |
| κλητική | αποφασιστικότητα | αποφασιστικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποφασιστικότητα < αποφασιστικός + -ότητα
Μεταφράσεις
αποφασιστικότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.