δειλιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δειλιάζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

δειλιάζω

  • δείχνω δειλία, δεν τολμώ να προχωρήσω σε μια ενέργεια από φόβο για τον πιθανό κίνδυνο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.