διπλά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
διπλά
<
διπλός
Επίρρημα
διπλά
δύο
φορές ή με
δύο
διαφορετικούς τρόπους ή για δύο διαφορετικούς λόγους
το νέο της επιδημίας στη μακρινή χώρα μάς ανησύχησε
διπλά
, πρώτα για την τύχη των αγαπημένων μας προσώπων που ζουν εκεί και ύστερα για την πιθανότητα εξάπλωσής της
Μεταφράσεις
διπλά
αγγλικά
:
twice
(en)
γαλλικά
:
doublement
(fr)
πολωνικά
:
dwukrotnie
(pl)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
διπλά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
διπλό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.