διπλά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διπλά < διπλός

Επίρρημα

διπλά

  1. δύο φορές ή με δύο διαφορετικούς τρόπους ή για δύο διαφορετικούς λόγους
    το νέο της επιδημίας στη μακρινή χώρα μάς ανησύχησε διπλά, πρώτα για την τύχη των αγαπημένων μας προσώπων που ζουν εκεί και ύστερα για την πιθανότητα εξάπλωσής της

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

διπλά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.