διπλαρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
διπλαρώνω
Συγγενικά
- αδιπλάρωτος
- διπλάρωμα
- διπλαρωμένος
- → δείτε τις λέξεις δίπλα, διπλός και δύο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διπλαρώνω | διπλάρωνα | θα διπλαρώνω | να διπλαρώνω | διπλαρώνοντας | |
| β' ενικ. | διπλαρώνεις | διπλάρωνες | θα διπλαρώνεις | να διπλαρώνεις | διπλάρωνε | |
| γ' ενικ. | διπλαρώνει | διπλάρωνε | θα διπλαρώνει | να διπλαρώνει | ||
| α' πληθ. | διπλαρώνουμε | διπλαρώναμε | θα διπλαρώνουμε | να διπλαρώνουμε | ||
| β' πληθ. | διπλαρώνετε | διπλαρώνατε | θα διπλαρώνετε | να διπλαρώνετε | διπλαρώνετε | |
| γ' πληθ. | διπλαρώνουν(ε) | διπλάρωναν διπλαρώναν(ε) |
θα διπλαρώνουν(ε) | να διπλαρώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διπλάρωσα | θα διπλαρώσω | να διπλαρώσω | διπλαρώσει | ||
| β' ενικ. | διπλάρωσες | θα διπλαρώσεις | να διπλαρώσεις | διπλάρωσε | ||
| γ' ενικ. | διπλάρωσε | θα διπλαρώσει | να διπλαρώσει | |||
| α' πληθ. | διπλαρώσαμε | θα διπλαρώσουμε | να διπλαρώσουμε | |||
| β' πληθ. | διπλαρώσατε | θα διπλαρώσετε | να διπλαρώσετε | διπλαρώστε | ||
| γ' πληθ. | διπλάρωσαν διπλαρώσαν(ε) |
θα διπλαρώσουν(ε) | να διπλαρώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διπλαρώσει | είχα διπλαρώσει | θα έχω διπλαρώσει | να έχω διπλαρώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διπλαρώσει | είχες διπλαρώσει | θα έχεις διπλαρώσει | να έχεις διπλαρώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει διπλαρώσει | είχε διπλαρώσει | θα έχει διπλαρώσει | να έχει διπλαρώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διπλαρώσει | είχαμε διπλαρώσει | θα έχουμε διπλαρώσει | να έχουμε διπλαρώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διπλαρώσει | είχατε διπλαρώσει | θα έχετε διπλαρώσει | να έχετε διπλαρώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διπλαρώσει | είχαν διπλαρώσει | θα έχουν διπλαρώσει | να έχουν διπλαρώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.