διπλαρώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διπλαρώνω < διπλάρι + -ώνω < διπλός

Ρήμα

διπλαρώνω

  1. βρίσκομαι συνεχώς (συνήθως για ιδιοτελείς σκοπούς) δίπλα σε κάποιον
  2. (ναυτικός όρος) πλευρίζω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.