πιέτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιέτα οι πιέτες
      γενική της πιέτας των πιετών
    αιτιατική την πιέτα τις πιέτες
     κλητική πιέτα πιέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
φούστα με πιέτες

Ετυμολογία

πιέτα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πιέτα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.