δεξιά

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ðe.ksiˈa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δεξιά

Ετυμολογία 1

δεξιά < δεξιός + < αρχαία ελληνική δεξιός

Επίρρημα

δεξιά

  1. από τη δεξιά πλευρά
  2. (μεταφορικά) ευνοϊκά

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η δεξιά
      γενική της δεξιάς
    αιτιατική τη δεξιά
     κλητική δεξιά
Οι καταλήξεις δεν προφέρονται με συνίζηση όπως σε άλλα θηλυκά σε -ιά.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

δεξιά < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου δεξιός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική droite (θηλυκό του droit) [1]

Ουσιαστικό

δεξιά θηλυκό στον ενικό

  1. (λόγιο) το δεξί χέρι
    έκφραση: δε γνωρίζει η δεξιά τι ποιεί η αριστερά (για άνθρωπο που δεν έχει ιδέα του τι κάνει)
  2. (πολιτική) τα συντηρητικά κόμματα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 3

δεξιά: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

δεξιά

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του δεξιός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (δεξιό) του δεξιός

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.