περιδινώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- περιδινώ < αρχαία ελληνική περιδινέω[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ɾi.ðiˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐δι‐νώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Συνώνυμα
Συγγενικά
Αναφορές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.