ταχυδινής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ταχυδινής | τὸ | ταχυδινές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ταχυδινοῦς | τοῦ | ταχυδινοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ταχυδινεῖ | τῷ | ταχυδινεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ταχυδινῆ | τὸ | ταχυδινές | ||
| κλητική ὦ! | ταχυδινές | ταχυδινές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ταχυδινεῖς | τὰ | ταχυδινῆ | ||
| γενική | τῶν | ταχυδινῶν | τῶν | ταχυδινῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ταχυδινέσῐ(ν) | τοῖς | ταχυδινέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ταχυδινεῖς | τὰ | ταχυδινῆ | ||
| κλητική ὦ! | ταχυδινεῖς | ταχυδινῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ταχυδινεῖ | τὼ | ταχυδινεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ταχυδινοῖν | τοῖν | ταχυδινοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ταχυδινής < ταχυ- + -δινής
Επίθετο
ταχυδινής, -ής, -ές (ελληνιστική κοινή)
- που περιστρέφεται γρήγορα
- ※ 5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 34.1, @scaife.perseus
- κούρη δʼ οὐρεσίφοιτος ἑῷ ταχυδίνεϊ ταρσῷ
- ≠ αντώνυμα: βραδυδινής
- ※ 5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 34.1, @scaife.perseus
Πηγές
- ταχυδινής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.