ἐριδινής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐριδινής | τὸ | ἐριδινές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἐριδινοῦς | τοῦ | ἐριδινοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἐριδινεῖ | τῷ | ἐριδινεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐριδινῆ | τὸ | ἐριδινές | ||
| κλητική ὦ! | ἐριδινές | ἐριδινές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐριδινεῖς | τὰ | ἐριδινῆ | ||
| γενική | τῶν | ἐριδινῶν | τῶν | ἐριδινῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐριδινέσῐ(ν) | τοῖς | ἐριδινέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐριδινεῖς | τὰ | ἐριδινῆ | ||
| κλητική ὦ! | ἐριδινεῖς | ἐριδινῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐριδινεῖ | τὼ | ἐριδινεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐριδινοῖν | τοῖν | ἐριδινοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἐριδινής < ἐρι- + -δινής (δῖνος)
Πηγές
- ἐριδινής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.